- ἐμπροσθοτονικός
- ἐμπροσθο-τονικός, ή, όν,A suffering from ἐμπροσθοτονία, ibid.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εμπροσθοτονικός — ή, ό (Μ ἐμπροσθοτονικός, ή, όν) αυτός που πάσχει από εμπροσθοτονία … Dictionary of Greek
ἐμπροσθοτονικῶν — ἐμπροσθοτονικός suffering from fem gen pl ἐμπροσθοτονικός suffering from masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπροσθοτονικοί — ἐμπροσθοτονικός suffering from masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπροσθοτονικούς — ἐμπροσθοτονικός suffering from masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)